ηδονόπληκτος

ηδονόπληκτος
η , ο [ος , ον ] опьянённый радостью, наслаждением

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ηδονόπληκτος" в других словарях:

  • ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • ηδονοπλήξ — ἡδονοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) ηδονόπληκτος («ἡδονοπλήξ φύσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + πλήξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αστρο πλήξ, παρα πλήξ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»